- κλύζω
- (AM κλύζω)1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ' ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.)2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ.β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.)3. χύνω υγρό με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για να τήν καθαρίσω («εἰς ὦτα κλύζων», Ευρ.)νεοελλ.-μσν.μτφ. καταστρέφωαρχ.1. (για θάλασσα) βρέχω ή περιβρέχω με κύματα («κλύζεσθαι δ' αὐτὴν τῷ Σικελικῷ πελάγει», Πολ.)2. υψώνομαι πάνω από κάτι (α. «κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς», Αισχύλ.β. «ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», Ομ. Οδ.)3. καλύπτω ή αλείφω με κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *klu- τής ΙΕ ρίζας *kleu- «πλένω, καθαρίζω». Ο σχηματισμός σε -ζω πιθ. να είναι πρωτογενής, όπως στα βλύ-ζω, φλύ-ζω, δεν αποκλείεται όμως και να προέρχεται < *κλύδ-yω (βλ. λ. κλύδων), οπότε ανάγεται σε παρεκτεταμενη μορφή *klu-d- τής ΙΕ ρίζας που εμφανίζεται επίσης σε ορισμένες γερμανικές λ., όπως στο γοτθ. hlūtrs «καθαρός» και το νεώτ. γερμ. lauter «καθαρός». Συνδέεται επίσης με τα λατ. cluo «καθαρίζω» και cloaca «υπόνομος», καθώς και με ορισμένες βαλτοσλαβικές λ., όπως τα είναι λιθουαν. šluoju, šluoti «σκουπίζω, σφουγγίζω».ΠΑΡ. κλύδων, κλύσις, κλύσμα, κλυστήραρχ.-μσν.κλυσμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλυσιδρομάς. (Β' συνθετικό) κατακλύζω, υποκλύζωαρχ.αμφικλύζω, ανακλύζω, αναποκλύζω, αποκλύζω, διακλύζω, εγκλύζω, εκκλύζω, εναποκλύζω, επιδιακλύζω, επικατακλύζω, επικλύζω, μετακλύζω, παρακλύζω, περικλύζω, προαποκλύζω, προεγκλύζω, προεκκλύζω, προκατακλύζω, προκλύζω, προπερικλύζω, προσαποκλύζω, προσκατακλύζω, προσκλύζω, συγκλύζω, συναποκλύζω, συνεκκλύζω, υπερκλύζω].
Dictionary of Greek. 2013.